- ἐλώγη
- λωγάωdewlap of oxenimperf ind act 3rd sg (doric)λωγάωdewlap of oxenimperf ind act 3rd sg (epic doric ionic aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λωγώ — λωγῶ, άω (AM) λέγω («ἐλώγη ἔλεγεν», Ησύχ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ανάγεται στην εκτεταμένη ετεροιωμένη βαθμίδα λωγ τού θ. λεγ τού ρ. λέγω (πρβλ. λώγη)] … Dictionary of Greek
λώγη — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «καλάμη, καὶ συναγωγή σίτου». [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. με τη σημ. «συναγωγή σίτου» και, κατ επέκταση, με τη σημ. «καλάμη» ως «συλλογή αχύρου» συνδέεται με το λέγω «συλλέγω», πρβλ. και λωγάω, ἐλώγη (= ἔλεγε, κατά τον Ησύχ.)] … Dictionary of Greek
leĝ- — leĝ English meaning: to gather Deutsche Übersetzung: “zusammenlesen, sammeln” Material: Gk. λέγω ‘sammle, lese together, zähle, rede, say”, καταλέγω “verzeichne”, συλλογή ‘sammlung”, ἐκλογή “Auswahl”, λόγος, λέξις “ discourse “,… … Proto-Indo-European etymological dictionary